-
1 θαλέθω
A bloom, thrive, used by Hom. only in part.,θάμνος ἐλαίης.. θαλέθων Od.23.191
, cf. Ibyc.1.6, A.R. 2.843;βίου θαλέθοντος Emp.20.3
; of men,ἠΐθεοι θαλέθοντες Od.6.63
;θαλέθοντα τόκον IG14.1363
;θαλέθεσκες ἐν εἴαρι AP11.374
(Maced.);αἰεὶ θαλέθοντι βίῳ Lyr.Adesp.98
(= Trag.Adesp.373); σύες θαλέθοντες ἀλοιφῇ swelling, wantoning in fat, Il.9.467, cf. 23.32: c. acc.,ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν Theoc.25.16
.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский